- αναβρυχώμαι
- ἀναβρυχῶμαι (-άομαι) (Α) βρυχώμαι δυνατά, μουγγρίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + βρυχῶμαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βρυχιέμαι — (AM βρυχῶμαι, άομαι) 1. (κυρίως για λιοντάρια και άλλα άγρια ζώα) μουγκρίζω, κραυγάζω άγρια 2. ουρλιάζω από πόνο ή οργή 3. θρηνώ, κλαίω γοερά 4. (για τη θάλασσα ή τον άνεμο) παταγώ, κάνω δυνατό θόρυβο μσν. νεοελλ. βουίζω υποχθόνια. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek